κοραξικός

κοραξικός
κοραξικός, -ή, -όν (Α)
[Κοραξοί]
αυτός που προέρχεται από τη χώρα τών Κοραξών, λαού που ζούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κοραξικόν — Κοραξικός masc acc sg Κοραξικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοραξική — Κοραξικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”